τετρόδους

τετρόδους
ο, Ν
ζωολ. γένος οστεοϊχθύων τής τάξης τών πλεκτογνάθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrodon < τετρ(α)-* + ὀδούς, -όντος / ὀδών, -ῶντος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τετροδοντίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια οστεοϊχθύων τής τάξης τών πλεκτογνάθων, η οποία περιλαμβάνει το γένος τετρόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrodontidae < tetrodon (πρβλ. τετρόδους) + κατάλ. idae (πρβλ. κατάλ. ίδες)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”